αμεταμφίεστος

αμεταμφίεστος
-η, -ο [μεταμφιέζω]
1. αυτός που δεν μεταμφιέστηκε ή δεν μπορεί να μεταμφιεστεί, αμασκάρευτος
2. αυτός που δεν μπορεί να κρύψει το αληθινό του πρόσωπο, πρόδηλος, ολοφάνερος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αμεταμφίεστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε μεταμφιέστηκε, δε μασκαρεύτηκε: Στο χορό προτίμησε να πάει αμεταμφίεστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απρόσωπος — η, ο 1. αυτός που δεν αναφέρεται σε ορισμένο πρόσωπο 2. φρ. α) «απρόσωπα ρήματα» ρήματα που απαντούν πάντοτε ή συνήθως μόνο στο γ εν. πρόσωπο και το υποκείμενό τους δεν είναι πρόσωπο αλλά απαρέμφατο ή δευτερεύουσα πρόταση («απρόσωπη σύνταξη»)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”